- ολομόναχος
- -η, -οεντελώς μόνος, κατάμονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολομόναχος — η, ο ο ολότελα μόνος, κατάμονος, καταμόναχος: Έμεινε ολομόναχος στον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
απόμονος — η, ο εντελώς μόνος, ολομόναχος … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ερημαίος — ἐρημαῑος, η, ον, ποιητ. τ. τού ἐρῆμος (AM) [έρημος] 1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.) 2. εγκαταλελειμμένος 3. στερημένος από κάτι 4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα τής ερημιάς, τής μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ»,… … Dictionary of Greek
κατάμονος — η, ο (Α κατάμονος, ον, θηλ. και η) νεοελλ. εντελώς μόνος, ολομόναχος αρχ. μόνιμος, χρόνιος, διαρκής … Dictionary of Greek
κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ … Dictionary of Greek
καταμόναχος — η, ο κατάμονος, ολομόναχος … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μοναξός — ή, ό (Μ μοναξός, όν) μόνος μσν. 1. μοναδικός 2. απομονωμένος 3. ερημικός, απόμερος τόπος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά ερημικός τόπος, ερημιά 5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» ολομόναχος 6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά α)… … Dictionary of Greek